Το ΘΕΑΤΡΟ και η ΠΟΛΗ: Ζητήσαμε από τους ανθρώπους του ΔΗΠΕΘΕ να μοιραστούν μαζί μας όσα ζήσανε και αγαπήσανε στην Κοζάνη.


Το ΘΕΑΤΡΟ και η ΠΟΛΗ: Ζητήσαμε από τους ανθρώπους του ΔΗΠΕΘΕ να μοιραστούν μαζί μας όσα ζήσανε και αγαπήσανε στην Κοζάνη.
 

Λίνα Φούντογλου: Οι τεχνικοί, ο Τάκης, ο Γιάννης, ο Νίκος, ο Τάσος. Ο εξαίρετος φωτογράφος Σάκης Αναστασόπουλος. Η εφηβική ομάδα του ΔΗΠΕΘΕ, η καλλιτεχνική διευθύντρια Ελένη Δημοπούλου. Η Σούζη, η Δέσποινα, η Ρίτα. Μια αγκαλιά, φιλοξενία, αγάπη, σεβασμός. Τους ευγνωμωνώ για την πιο όμορφη εμπειρία της συνεργασίας μας. Το ΔΗΠΕΘΕ, το θέατρο, η Κοζάνη, συνθήματα δικαιοσύνης στους τοίχους, μουσική, φύση, ουρανός που χιόνιζε αγάπη. Το σπίτι σας με αγκάλιασε ζεστά και σας υπόσχομαι πως και το δικό μου θα είναι πάντα ζεστό και ανοιχτό για εσάς! Στην υγειά σας!
 
 

Δημήτρης Φουρλής: Οι εικόνες από τη Κοζάνη είναι ακόμα νωπές στο μυαλό μου. Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ για μένα είναι οι άνθρωποι. Όταν συναντάς τέτοιους ανθρώπους στη ζωή σου, με τόση μεγαλοψυχία και αγάπη δεν γίνεται να τους ξεχάσεις. Μέσα σε ενάμιση χρόνο γνώρισα και δέθηκα με ανθρώπους που η ζωή τους και οι εμπειρίες τους ήταν πηγή μάθησης. Πως μπορείς εξάλλου να ξεχάσεις τους ανθρώπους με τους οποίους μοιράστηκες το ίδιο σπίτι και που ήταν δίπλα σου σε δύσκολες στιγμές; Όσο τους θυμάμαι, τα λόγια τους και οι συμβουλές τους θα παίρνουν μορφή μέσα μου.
 
 

Σοφία Αντωνίου: Τα τελευταία δυο χρόνια δεν έχω σταθερό σπίτι. Το Δη.Πε.Θε είναι το σπίτι μου. Και οι άνθρωποι του,από τη διεύθυνση μέχρι τους τεχνικούς η οικογένεια μου. Η συνεργασία με το Δη.Πε.Θε είναι απο τις καλύτερες που είχα ποτέ. Και θα το λέω σε όλους και παντού. Ελπίζω να έρθουν πολλοί “ξένοι” ακόμα στην Κοζάνη και στο Δη.Πε.Θε για να ζήσουν αυτήν την εμπειρία. Η Κοζάνη είναι οι άνθρωποι της. Άρα, είναι μια ωραία πόλη για να ζεις.
 
 
 

Γιολάντα Καπέρδα: Θα την θυμάμαι την Κοζάνη χειμωνιάτικη και χιονισμένη. Έτσι τη ζήσαμε αυτούς τους δύο μήνες εμείς της “Λουνασα”.Κι οι άνθρωποι της έχουν αυτήν την καθαρότητα του τοπίου. Έτσι τους ένιωσα εγώ. Ένα μεγάλο ευχαριστώ για τη ζεστη φιλοξενία και την ευγένεια τους. Κι ένα μεγάλο ευχαριστώ στους συνεργάτες που ζουν και δημιουργούν σ’αυτην την πόλη!
 
 
 
 
 
 

Θάλεια Γρίβα: Μια πόλη που μας καλοδέχτηκε, μας γέμισε με νέες εμπειρίες, νέους φίλους, ανθρώπους γεμάτους όραμα και ταλέντα, μαγευτικά τοπία, φοβερές ιστορίες και ένα παραγωγικοτατο Δηπεθε! Από τον πρόεδρο, την καλλιτεχνική διευθύντρια, τα εργαστήρια, τους υπέροχους τεχνικούς, τους συναδέλφους, το φωτογράφο, και η λίστα με τους υπέροχους ανθρώπους δεν σταματάει. Ευχαριστώ, Κοζάνη. Φεύγω γεμάτη αγάπη. Θα ξανάρθω. Μην με ξεχάσεις.
 
 
 
 
Δημήτρης Ναζίρης: Η Κοζάνη έχει, νομίζω, τη δύναμη και μετά τη δυνατότητα, αλλά και την ικανότητα να σε “κρατάει” κοντά της ή να “κρατάει” τη σκέψη σου. Το ΔΗΠΕΘΕ και η πόλη κάνει παρέες.Κι ας μη γελιώμαστε, ο ξένος, άντε ο φίλος που θα φύγει, είναι πάντα ξένος, είναι πάντα φίλος που θα φύγει,ακόμα κι αν ορκίζεται πως θα ξανάρθει, ακόμα κι αν ξανάρχεται, Η Κοζάνη δε μας έχει ανάγκη. Περνάει καλά και μόνη της. Εμείς δεν τό ‘χουμε το “μόνοι”. Δηλαδή, μας λείπει. Κράτα γερά, Κοζάνη!!!
 
 
 

Σοφία Βούλγαρη:  ΔΗΠΕΘΕ
Ιανουάριος 2016. Χτυπάει το τηλέφωνο μου. Η Ελένη Δημοπούλου μου προτείνει να παίξω στα  40 κλειδιά σε σκηνοθεσία δική της στο ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης. Η συνεργασία μου με την Ελένη δεν χωρούσε αμφιβολία. Αλλά στην Κοζάνη?… «που θα τρέχω τώρα»..η πρώτη μου σκέψη όταν έκλεισα το τηλέφωνο .
Λίγα πράγματα σε μια βαλίτσα και να ‘μαι στο Δη.Πε.Θε Κοζάνης. Παρόλο το τσουχτερό κρύο, ζεστά χαμόγελα μας υποδέχτηκαν στην Αίθουσα Τέχνης .Άνθρωποι άγνωστοι για μένα που ήταν  πρόθυμοι να με εξυπηρετήσουν εντός κι εκτός θεάτρου. Τελειώνει η πρόβα. Πηγαίνω στο σπίτι που θα  φιλοξενούσε το Δηπεθε εμένα κι άλλους 3 συναδέρφους. Εγώ που δεν έχω συγκατοικήσει ποτέ..Η γκρίνια μου απερίγραπτη. «Τι κάνω εγώ εδώ?…ΚΑΙ μ’αυτό το κρύοοο?»
Χειμώνας, Άνοιξη ,Καλοκαίρι και πάλι Χειμώνας κ  εγώ βρίσκομαι  πια με δύο οικογένειες. Η μία  εξ’ αίματος κι η άλλη της καρδιάς.
Η μία παραγωγή έφερε την άλλη, η μία εμπειρία έφερε την άλλη, η μία αγκαλιά έφερε την άλλη..και κάπως έτσι ζεσταίνονται οι καρδιές των ανθρώπων. Εκμυστηρεύονται, γελούν μέχρι δακρύων, κλαίνε μέχρι να πλαντάξουν, τρώνε μέχρι να σκάσουν, αγαπούν, δημιουργούν .Αυτό είναι το Δη.Πε.Θε. Κοζάνης
Α!και να μην ξεχάσω…παύουν να γρινιάζουν!
 

Αντώνης Κωνσταντουδάκης: Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος είχε πει ότι «Σπίτι είναι όπου είναι η καρδιά», κάπου 2000 χρόνια πριν. Φτάνοντας στην Κοζάνη, θεωρούσα ότι η καρδιά μου ταξίδεψε πολύ μακριά από το σπίτι μας, αλλά διαψεύστηκα από την πρώτη στιγμή! Χαμόγελα, αγκαλιές, ζεστοί άνθρωποι, κατευθείαν μας υποδέχτηκαν από το πρώτο λεπτό, δημιουργώντας μία θερμή «φωλιά». Δεν φτάνουν οι γραμμές της σελίδας για να περιγράψω όλα όσα ζήσαμε στην Κοζάνη και στο ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης και όλα όσα μας πρόσφερε ο κόσμος, φτάνουν όμως να πω, ότι μέρος της καρδιάς μας εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κοζάνη και έγινε ένα δεύτερο σπίτι μας. Ελένη Δημοπούλου, Θέμη Λιάκο, Δέσποινα, Ρίτα, Σάκη, Έλσα, Γιώργο, Κωνσταντίνα, Σοφία, Μαίρη, Μαρία, Ασπασία, Κυριάκο, Αντρέα, Τάκη, Νίκο, Γιάννη, Κατιάννα, Μιχάλη, Λώξη, Ηλία, Ευαγγελία, Θεοδώρα, Βαλάντω, Έλενα, Κώστα, Μαρία, Κυριάκο, Ολυμπία, Richard, Ορέστη, Σοφία, Ραφαέλα, και πόσους ακόμα που δεν θυμάμαι καν τα ονόματά σας, σας ευχαριστώ για όσα κάνατε για εμάς και στο «σπίτι», πάντα γυρίζεις, αργά ή γρήγορα.
 

Μυρτώ Πανάγου: Καλοκαίρι ήταν όταν πρωταρχίσαμε. Τιραντάκια και ήλιος στα ντουζένια του. Χειμώνας τώρα και το κασκόλ είναι πια ο καλύτερος σου φίλος. Μέσα σε αυτό το διάστημα ωστόσο δημιουργήθηκε μια παράσταση για το Δηπεθε Κοζάνης. Μια παράσταση που όλοι εσείς οι άνθρωποι του Δηπεθε της δώσατε χώρο να υπάρξει,να δυναμώσει και να αναπνεύσει. Από τον Μπαντιάνη μας (αχ τι θα κάναμε χωρίς εσένα ) , τον Τάκη μας ,το Νίκο μας ,τον Τάσο μας..μέχρι όλους τους ανθρώπους στη γραμματεία, στο λογιστήριο.. Μην ξεχάσω φυσικά και το έξοχο εφηβικό τμήμα του Δηπεθε. Αυτά τα υπέροχα πλάσματα που τσαλαβουτάνε στο θέατρο αγκαλιάζοντας και όλους εμάς τους θεατρικούς μετανάστες στην πόλη τους! Σας ευχαριστώ όλους βαθιά. Κλείνω λέγοντας ένα ευχαριστώ και στην Κοζάνη. .μου θύμισε την ανθρωπιά και ζεστασιά που εμείς οι κάτοικοι της Αθηνομεγαλούπολης συχνά ξεχνάμε. (Δυσκολεύομαι τώρα να προσγειωθώ στο σκληρό θεατρικό σύστημα!Καλόμαθα θαρρώ κοντά σας..) Τα φιλιά μου σε όλους και καλή συνέχεια σε όλα τα όμορφα που έρχονται! Με αγάπη, Τιτάνια -για τους φίλους Τίτα -της οικογενείας του ” Ονείρου Καλοκαιρινής Νύχτας _Dreamers ”
 

Θέμης Θεοχάρογλου: Πέρασα σχεδόν ένα χρόνο στη ζεστή αγκαλιά του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης. Αν μπορούσα να χαρακτηρίσω με μια λέξη το συγκεκριμένο ΔΗΠΕΘΕ, θα χρησιμοποιούσα τη λέξη ΣΠΙΤΙ και τους ανθρώπους αυτού του “σπιτιού” ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Φεύγοντας από την Κοζάνη ήμουν και παραμένω γεμάτος από όμορφες αναμνήσεις για τη σωστή δουλειά, τους ανθρώπους που αγαπούν τη δουλειά τους και την κάνουν με φροντίδα και αγάπη και κυρίως όμορφες αναμνήσεις από την εφηβική ομάδα του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης, που πρόκειται για μια ομάδα παιδιών με απίστευτο ταλέντο και όρεξη για δημιουργία και κυρίως αγάπη για το θέατρο. Εύχομαι να ξανασυναντηθούμε!
 
 
 

Δήμητρα Βήττα: Το ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης ήταν η αιτία να ξαναγαπήσω τη γεννέτηρα μου Κοζάνη. Αυτό που κρατάω πιο σφιχτά είναι η ζεστασιά κι η σιγουριά που ένιωθα με το που έμπαινα στο θέατρο. Ξέραμε όλοι μας πως οτιδήποτε χρειαστούμε κάποιος από όσους δουλεύουν εκεί θα βάλει τα δυνατά του κι ένα πλατύ χαμόγελο και θα βοηθήσει! Δεν θα ξεχάσω τα κάμποσα ζευγάρια μάτια που δεν ήταν άλλα από εκείνα των παιδιών της εφηβικής ομάδας που σε κάθε παράσταση μας που εκείνα παρακολουθούσαν (καμιά 20αρια στο σύνολο!), μας χάριζαν φτερά στα πόδια! Ευχαριστώ για όλα από καρδιάς! Καλή συνέχεια στα όμορφα που κάνετε! Ελένη Δημοπούλου σ’ευχαριστώ! Καλή αντάμωση κι ας μην ξεχνάμε να ονειρευόμαστε!

 
Αλέξανδρος Ζαφειριάδης: Μια Ζεστή φιλόξενη σκηνή , η σκηνή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης! Οι άνθρωποι που απαρτίζουν τον οργανισμό – Από την Ελένη Δημοπούλου στη διεύθυνση, τα κορίτσια στα γραφεία , τους τεχνικούς που  ‘φυσάνε’, μέχρι την εφηβική αυτή ομάδα, που είναι βασικό κύτταρο του ΔΗΠΕΘΕ με έκαναν να νιώσω σε αυτήν μας την συνύπαρξη, πως αυτός ο οργανισμός με αφορά ! Σαν να ήμουν εκεί από παλιά.. Γιατί.. Γιατί τον αγκαλιάζουν και τον νοιάζονται πρωτίστως εκείνοι.. Με κέφι / επαγγελματισμό / όραμα και μια δόση ρομαντισμού.. Εύχομαι το κοινό της πόλης μήνα το μήνα να έρχεται πιο κοντά σ αυτό το ζωντανό και δραστήριο Θέατρο!
 
 
 
 

Δημήτρης Ντάσκας
ΚΟΖΑΝΗ
Ο Ταξιδιώτης μας έφτασε στην πόλη αυτή περίεργα προϊδεασμένος:
“Πού πας εκεί πάνω με τους λύκους και τις αρκούδες;”
“Ωραία πόλη! Έχει ένα ρολόι στη πλατεία και… ε, αυτά.”
“Εργοστάσια και τσίπουρα. Τι άλλο;”
Δεν ήξερε τι να περιμένει.
Δεν του αρέσει και να περιμένει κάτι συγκεκριμένο.
Δε θέλει να περιμένει.
 
Ξεκίνησε το ταξίδι τέλη Νοεμβρίου.
Φτάνοντας, έβλεπε ωραία τοπία, πράσινα.
Μετά, ωραία τοπία, καφέ.
Και μετά ωραία τοπία, άσπρα.
Πιο άσπρα. Κατάλευκα.
 
Η ασπρίλα που το κουράζει το μάτι το άμαθο, το μάτι που δεν έχει περάσει χειμώνες σε Αράχωβες, και Μέτσοβα, και Καϊμακτσαλάνια και Γκστάαντ (εκείνες της εκδρομές στη Νομική, ποτέ δεν τις ακολούθησε, γαμώ το κέρατο της εξεταστικής Φλεβάρη) και δεν έχει τα ειδικά γυαλιά.
 
Πενήντα χιλιόμετρα πριν μπει στην πόλη του ‘ρθε μήνυμα.
Δεν έβαλες χειμερινά λάστιχα;
Όχι, τα ‘χω στο πατάρι, πειράζει;
Ναι, πειράζει, κάνε πίσω, εκτός άμα σ’άρεσε τόσο ο Ντι Κάπριο στην “Επιστροφή”.
 
Κακός οιωνός; Η πόλη αυτή ακόμα δεν τον είδε, και δεν τον θέλει;
 
Κάνει πίσω. Ολοταχώς. Στον κάμπο. Κοιμάται σε ένα ξενοδοχείο, σε μια άλλη πόλη. Το ξενοδοχείο, τίγκα στον εμπορικό αντιπρόσωπο. Το πρωινό, τίγκα στις πλαστικές μαρμελάδες κεράσι και φράουλα. Άντε πάλι στο δρόμο, δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, από άλλο δρόμο αυτή τη φορά.
 
Μαζί με τη διανυκτέρευση, έκανε τα 471 χιλιόμετρα σε 28 ώρες.
Ρεκόρ.
Αν ζούσε το 1812.
Και έκανε το ταξίδι με μουλάρι.
 
Η πρώτη εικόνα τον έστειλε χρόνια πίσω. Η ευγενική, καλοσυνάτη αλλά και ελαφρώς ισχυρογνώμων κυρία του GPS, τον πήγαινε από κάτι φιδίσια στενά, σαν τυρόπιτα στιφτή – 28 ώρες και το στομάχι του είχε γίνει τρακτέρ εν κινήσει. Η ρυμοτομία της πόλης του θύμισε το χωριό του στα Τζουμέρκα. Σαν τα σπίτια να ήταν άνθρωποι, που είχαν ξεκινήσει την αναρρίχηση (κατάληψη υψώματος δεν το έλεγαν στο στρατό) και σταματούσαν να ξεκουραστούν όπου να’ναι, ο ένας δίπλα στον άλλον, ο ένας πάνω στον άλλον.
 
Μπήκε στο σπίτι. Ζέστη. Χμ, ενδιαφέρον. Έξω 0 βαθμοί, μέσα σκάει ο τζίτζικας. Τζάμπα την πήρε την ηλεκτρική κουβέρτα – λάφυρο, μετά τον τελευταίο χωρισμό. Καλύτερα. Θα την ξεφορτωθεί με την πρώτη ευκαιρία.
 
Και μετά άρχισε η δουλειά. Ονόματα καινούρια, πολλά.  Πλήθος που σιγά σιγά γίνονται μονάδες. Πληθυντικοί που μετά γίνονται ενικοί, που μετά γίνονται φεϊσμπουκόφιλοι, που μετά γίνονται κανονικοί φίλοι. Πώς θα οργανωθούμε; Πού να κάνουμε ψώνια, πού να βγαίνουμε για ποτά, πού θα παίρνουμε κρέατα, πού θα κουρευόμαστε; Όλοι έχουν ένα φίλο, που έχει ένα φίλο, που έχει ένα φίλο που μπορεί να βοηθήσει, ή ένα κουμπάρο, ή ένα μπατζανάκη, ή μια συννυφάδα. Ο Ταξιδιώτης αρχίζει να μην αισθάνεται ταξιδιώτης. Φτιάχνεται. Τον καλούν μια μέρα για φαγητό. Μετά για ποτό. Και κάποια στιγμή, βρίσκεται να τα πίνει μέχρι τις εξίμισι τα χαράματα κάπου κοντά στα ΚΤΕΛ, με ανθρώπους που δεν τους ήξερε καν 10 μέρες πριν. Οι άλλοι, δηλαδή, πίνουν. Αυτός, μόνο ανθρακούχο νερό, με λεμόνι. Πίνει και ακούει. Και τους βλέπει να γελάνε. Και γελάει κι αυτός. Και χορεύουν μουσική από το γιουτιούμπ στο κινητό.
 
Και θυμάται μια σκηνή από την ταινία “Οι ώρες”, που η Μέριλ Στριπ μιλάει για ένα πρωινό, όταν ήταν 18 χρονών, που είχε ξυπνήσει χαράματα, και ένιωθε ό,τι όλα στη ζωή ήταν πιθανά, και ένιωθε ότι αυτό ήταν η αρχή της ευτυχίας. Μόνο που τώρα καταλάβαινε ότι αυτό ΗΤΑΝ η ευτυχία.
 
Ο Ταξιδιώτης μας δεν είναι 18 χρονών. Κι έχει δει και την ταινία. Οπότε ξέρει, ότι αυτή η στιγμή, έξι και μισή το πρωί, σε μια καφετέρια, κοντά στα ΚΤΕΛ, που άλλοι πίνουν τον πρώτο καφέ κι άλλοι το τελευταίο ουίσκι, και η παρέα του, όλοι μισομεθυσμένοι, χορεύουν Καίτη Γαρμπή, nineτίλα, από το ασθενικό ηχείο του smartphone, αυτή η στιγμή, είναι η ευτυχία.
 
Και ο χρόνος περνάει. Πώς γίνεται μια πόλη δική σου; Με το να χάνεσαι μέσα της. Και να ξαναβρίσκεσαι. Και να ξαναχάνεσαι. Και πάλι από την αρχή. Κι αυτή η πόλη προσφέρεται για να χάνεσαι μέσα της.
 
Πώς γίνεται μια πόλη δική σου; Στην αρχή ρωτάς. Και μετά, κάποια στιγμή, κάποιος στο δρόμο σε ρωτάει πού είναι κάτι. Κι εσύ ΞΕΡΕΙΣ πού είναι. ΞΕΡΕΙΣ. Και τότε ΞΕΡΕΙΣ ότι αυτή η πόλη έχει γίνει δική σου. Κι εσύ έχεις γίνει δικός της.
 
Πώς γίνεται μια πόλη δική σου; Όταν αρχίζεις να ζεις πράγματα μοναδικά. Όταν οι δρόμοι της χάνουν τα ονόματά τους και γίνονται οι στιγμές που έζησες σε αυτούς. Αυτή εδώ δεν είναι η οδός Δημοκρατίας, είναι ο δρόμος που έκανες το τηλεφώνημα που δεν έπρεπε να κάνεις. Η άλλη δεν είναι απλώς η οδός Μοναστηρίου, είναι ο δρόμος που έχει ένα φούρνο, όπου ο υπάλληλος σε κερνάει πάντα κι ένα κουλούρι μαζί με το ψωμί. Σ’αυτό είναι το σοκάκι, υπάρχει ένα πανέμορφο σκυλί, η Λούνα, που κάθε φορά που ξεκινάς να πας στο θέατρο να παίξεις τη Λούνασα, ίδια ώρα κάθε απόγευμα, είναι εκεί και περιμένει να της χαϊδέψεις το κεφάλι και να σου κουνήσει την ουρά. Κι άμα προχωράς σκεφτικός και ξεχαστείς, η Λούνα σου γαβγίζει και σου θυμίζει την καθημερινή σας ιεροτελεστία.
 
Ιεροτελεστία. Αυτή είναι η λέξη. Έτσι γίνεται μια πόλη δική σου και γίνεσαι δικός της. Έτσι γίνεται κι ένα θέατρο δικό σου, και γίνεσαι κι εσύ δικός του. Όταν μπαίνεις, από την ίδια πόρτα. Και συναντάς τα βλέμματα των ανθρώπων που γίνονται όλο και πιο γνώριμα, και πιο οικεία. “Πώς είναι σήμερα ο πατέρας σου;”, “Σου λείπει ο άντρας σου;”, “Τι μαγείρεψες για το βράδυ;”, “Νιώθεις καλύτερα από χθες;”, “Κάτι σκέφτηκα για τη σκηνή μας, θες να το δοκιμάσουμε σήμερα;”.
Συνεργασία. Συνενοχή. Οικογένεια. Με ημερομηνία λήξεως, θα πείτε. Ναι. Όμως, οικογένεια.
 
Και ο χρόνος περνάει. Και τα πράγματα που σου δίνει αυτή η πόλη πολλαπλασιάζονται. Ο κάθε άνθρωπος, σε οδηγεί σε άλλον. Δρόμοι είναι οι άνθρωποι, που σε βγάζουν μια από δω και μια από κει. Και τον κάθε άνθρωπο αρχίζεις να τον μαθαίνεις. Να τον βλέπεις με άλλα μάτια.
 
Εδώ είναι το σπίτι του Κυριάκου και της Ολυμπίας, που ξέρουν πώς να κάνουν τον κόσμο καλύτερο. Στον καναπέ τους μιλούσαμε και γελούσαμε, και κάποια στιγμή νύσταξα από τα τσίπουρα, και με πήρε ο ύπνος, και με νανούριζαν οι φωνές τους, και μετά από κανά μισάωρο, ξύπνησα σκεπασμένος με μια κουβέρτα, κι εκεί, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, νόμισα για μια στιγμή ότι είμαι παιδί, στο σπίτι της μάνας μου.
 
Εκεί μένει η Ελένη, που παθιάζεται με τα πάντα, και ξέρει να σου πει ιστορίες να κλαις από τα γέλια, κι όλο ονειρεύεται, κι όλο σχεδιάζει, και δεν κοιμάται σχεδόν ποτέ.
 
Πιο πέρα είναι η δουλειά του Θέμη, που είναι πάντα χαμογελαστός, μιλάει αργά και σιγά, κι είναι πάντα έτοιμος να σε ακολουθήσει αλλά και να σε οδηγήσει σε ένα ακόμα ταξίδι.
 
Στη γωνιά του δρόμου είναι το γραφείο του Σάκη, που φτιάχνει υπέροχο κρασί, και βγάζει καταπληκτικές φωτογραφίες, κι αν ήταν στη Νέα Υόρκη, το National Geographic θα τον πλήρωνε εκατομμύρια, αλλά προτιμά να είναι εδώ, που έχει καθαρό αέρα και καθαρά τοπία και καθαρούς ανθρώπους, κι όταν του τη δίνει, φεύγει ταξίδι με τις μηχανές και τους κενταύρους του.
 
Η Κατερίνα, που δουλεύει με σώματα ασθενικά, και με σώματα γεμάτα σθένος, και ξέρει όλα τα τραγούδια απ’έξω, σωστό τζουκ-μποξ.
 
Ο Τάκης που γελάει πολύ. Ο Νίκος που το ‘χει σε κακό να μη σε γυρίσει σπίτι σου όταν τελειώνει το ξενύχτι, εσένα, τον ξένο. Ο Τάσος που σου δίνει ένα μπουκάλι νερό, ο Γιάννης που σε αγγίζει στον ώμο για γούρι κάθε φορά λίγο πριν βγεις στη σκηνή, η Δέσποινα που μιλάτε  κάθε λίγο και λιγάκι στο τηλέφωνο για την κάθε λεπτομέρεια της παράστασης και του θεάτρου, η Έλσα που κάθε φορά που ακούς τη φωνή της, νιώθεις ότι κάτι υπέροχο μόλις της έχεις συμβεί.
 
Ο Ταξιδιώτης νιώθει ότι εδώ θα μπορούσε να ριζώσει. Κι αν δε ριζώσει – γιατί αν ρίζωνε, δε θα ήταν Ταξιδιώτης – εδώ θα μπορούσε να ξαναγυρίσει. Και θα ξαναγυρίσει. Κι ας τον υποδεχτεί πάλι με χιόνια αυτή η πόλη. Τελικά, δεν ήταν κακός οιωνός.
(Το κείμενο αυτό, αποτελεί μια συνέχεια των ταξιδιωτικών ημερολογίων του Ταξιδιώτη. Έχουν προηγηθεί, το Παρίσι, η Μόσχα, το Μαρακές, η Τουλόν, η Ρώμη, η Αθήνα. Ο Ταξιδιώτης δεν έχει ιδέα αν και πότε θα ακολουθήσουν άλλα.)
 

Λευτέρης Βλάχος: Δευτέρα 23/5/2016 και ώρα 4 μ.μ. η δική μου δοκιμασία για να ενταχθώ στην οικογένεια του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης, ένα γρήγορο ταξίδι από τον Νότο στην πατρίδα μου τον Βορρά, το άγχος υποφερτό, ο ενθουσιασμός μου ξεχειλίζει και τελικά η επιθυμία μου γίνετε πραγματικότητα. Πλέον ξεπερνώντας το ‘’εμπόδιο’’ της ακρόασης άλλο ένα θεατρικό ταξίδι ξεκινά στην μέση του μεσοκαλόκαιρου και εν τέλη η παραμονή μου διήρκησε έως τα τέλη του φθινοπώρου. Κυριακή 27 Νοέμβριου η τελευταία μου μέρα στην Κοζάνη οι λέξεις που μου γέννησε η πόλη και οι άνθρωποι είναι: ζεστασιά, φροντίδα, τρυφερότητα, γαληνή, στοργή, δεκτικότητα, αγνότητα. Ένα μεγάλο ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου στον Γιάννη, στον Τάκη, στον Τάσο, στον Νίκο, στην Σούζη σε όλους τους ανθρώπους που δουλεύουν στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. , στο εφηβικό τμήμα το οποίο διψάει για ανακάλυψη και με την παρουσία του στο θέατρο μας γέμισε χαμόγελα και μας θύμιζε ότι δεν πρέπει ποτέ να χάνουμε την παιδικότητα μας και φυσικά ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Ελένη Δημοπούλου μια γνήσια ‘’θεατρική’’ μάνα στην οποία χρωστώ την παρθενική μου εμφάνιση στην διδασκαλία μέσα από την πρόταση που μου έκανε.

Did you like this? Share it!

0 comments on “Το ΘΕΑΤΡΟ και η ΠΟΛΗ: Ζητήσαμε από τους ανθρώπους του ΔΗΠΕΘΕ να μοιραστούν μαζί μας όσα ζήσανε και αγαπήσανε στην Κοζάνη.

Comments are closed.